ἔτος 2

ἔτος 2
ἔτος 2.
Grammatical information: n.
Meaning: `year' (Il.);
Other forms: dial. Ϝέτος.
Dialectal forms: Myk. we-to (acc.), we-te-i (dat.)
Compounds: Oft as 2. member, e. g. τρι-ετής (τρι-έτης) `three-year old' (Ion.-Att.) with τριετία `space of three years' (hell.), τριετίζω `be three years old' (LXX); also τρι-έτ-ηρος `three years old' (Call.) with -ηρίς f. `every third year (incluve)', i. e. `all two years returning' (ἑορτη; Pi., Ion.-Att.; after the nouns in -ηρός, -ηρίς; Schwyzer 482, Chantraine Formation 346); from it τριετηρικός `belonging to a τριετηρίς' (late).
Derivatives: ἔτειος `jearly, lasting the whole year, one year long' (Pi., A.); through hypostasis ἐπέτειος `id.' (Ion.-Att., of ἐπ' ἔτος; cf. Schwyzer-Debrunner 473); ἐτήσιος `id.' (Att.; after the adj. in -τήσιος; Schwyzer 466, Chantraine 42) with ἐτησίαι m. pl. `wind of the year' (Ion.-Att., Arist.); also ἐπετήσιος `id.' (η 118, Th.); ἐπηετανός, s. v.
Origin: IE [Indo-European] [1175] u̯etos `year'
Etymology: Old word for `year', preserved in several languages. An exact agreement in Alb. vit, pl. (also sg.) vjet `year', from IE *u̯etes- (Mann Lang. 26, 383). As 2. member the neutral s-stem is preserved in zero grade in Skt. tri-vats-á- `of three years'; the full grade is supposed in Messap. atavetes (= αὑτό-ετες, `in the same year'?; Schwyzer 513 n. 3) and in Hitt. ša-u̯itiš-t- `nurseling' (prop. t-abstract *"of the same year"?; s. Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre 53 and 130). Beside it Hitt. has a consonant-stem u̯itt- (= u̯et-) `year', s. Kronasser 126 A. 20. A rebuilding into an a-stem perhaps in Hier.-Hitt. usa-, Luw. ušša- `year' (\< IE *u̯et-o-?) ; Kronasser Μνήμης χάριν 1, 201. A semantic problem gives Lat. vetus `old', formally = Ϝέτος; for the explanation s. W.-Hofmann s. vetus, and Benveniste Rev. de phil. 74, 124ff. - Old enlargements of the s-stem are found in words for (one-year old) animals: Skt. vats-á- `calf', Alb. vic̣ `calf' (IE *u̯etes-o-), Celt., e. g. Ir. feis `swine' (\< *u̯ets-i-). - On itself stands a Balto-Slavic word for `old', Lith. vẽtušas, OCS vetъchъ, IE *u̯etus-o- (here also Lat. vetus?); cf. Ernout-Meillet s. v. (where the Balto-Slavic adjectiv on insufficient grounds is separated from the word for `year'). - A new name for year in Greek is ἐνιαυτός, s. v. S. also ἔταλον, νέωτα, οἰετέας, πέρυσι, σῆτες. Further s. W.-Hofmann s. vetus.
Page in Frisk: 1,583-584

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐτός — without reason indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτός — sent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτος — year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • έτος — το 1. χρονική διάρκεια 365 366 ημερών, αλλ. χρόνος, χρονιά. 2. περίοδος εργασίας: Διδακτικό έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • αστρικό έτος — O χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις του Ήλιου στο ίδιο σημείο της ουράνιας σφαίρας σε σχέση με τους αστερισμούς. Είναι ίσο με μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο (σε σχέση με τους αστερισμούς), δηλαδή 365 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”